- τετραχοίνικος
- τετρᾰ-χοίνῐκος, ον,A holding four
χοίνικες, μέτρον POxy.836
(i B.C.), cf. Dsc.1.33, PFlor.19.11 (iii A.D.), Eust.1854.12, AB342, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοίνικες, μέτρον POxy.836
(i B.C.), cf. Dsc.1.33, PFlor.19.11 (iii A.D.), Eust.1854.12, AB342, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραχοίνικος — ον, Α αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χοίνικες («μέτρον τετραχοίνικον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοίνικος (< χοῖνιξ, οίνικος), πρβλ. πεντα χοίνικος] … Dictionary of Greek
τετραχοίνικον — τετραχοίνικος holding four masc/fem acc sg τετραχοίνικος holding four neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχοινίκου — τετραχοίνικος holding four masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek